τερατοτόκος

τερατοτόκος
-ον, Μ
αυτός που γεννά τέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ταυρο-τόκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τέρας — ατος, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. γεν. τέραος και ιων. τ. γεν. τέρεος και τέρως και επικ. τ. ονομ. πληθ. τέραα και, για μετρικούς λόγους, τείρεα και ιων. τ. τέρεα και τεράατα και τέρα και αττ. τ. γεν. πληθ. τερῶν και επικ. τ. τεράων και τερέων και επικ …   Dictionary of Greek

  • τερατοτοκία — η, Ν [τερατοτόκος] γέννηση τέρατος, τερατογονία …   Dictionary of Greek

  • τερατοτοκώ — έω, Μ [τερατοτόκος] γεννώ τέρατα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”